παρατεντώνω

παρατεντώνω
τεντώνω ή απλώνω κάτι υπερβολικά, τό τραβάω ώστε να μεγαλώσει πολύ το μήκος του ή η επιφάνειά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρατέντωμα — το [παρατεντώνω] υπερβολικό τέντωμα, μεγάλο τσίτωμα …   Dictionary of Greek

  • παρατραβώ — 1. τραβώ υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, παρατεντώνω 2. μτφ. παρατείνω τη χρονική διάρκεια μιας ενέργειας υπερβολικά 3. (αμτβ.) παρατείνομαι υπερβολικά, διαιωνίζομαι, παίρνω πολύ μάκρος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατραβηγμένος, η, ο (και… …   Dictionary of Greek

  • πολυτεντώνω — Ν τεντώνω κάτι πολύ ή περισσότερο απ ό,τι χρειάζεται ή πρέπει, παρατεντώνω («μην το πολυτεντώνεις το σχοινί, να μη σπάσει» λέγεται για να δηλώσει το γεγονός ότι πρέπει να αποφεύγονται οι ακρότητες ή οι υπερβολές, παροιμ. φρ.) …   Dictionary of Greek

  • υπερτείνω — Α [τείνω] 1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («σκιὰν ὑπερτείνουσα σειρίου κυνός», Αισχύλ.) 2. τεντώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, τό παρατεντώνω («μέτριος ἐν τῷ μετρίῳ τὴν τιμωρίαν ὑπερέτεινεν», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) α) εκτείνομαι από πάνω β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”